κολούει

κολούει
κολούω
cut short
pres ind mp 2nd sg
κολούω
cut short
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολούω — (AM) περικόπτω, βραχύνω, κονταίνω (α. «στάχυν σπάθῃ κολούων φασγάνου», Ευρ. β. «κεκολουσμένος οὐρᾶς», Ευστ.) αρχ. 1. σταματώ κάτι ή εμποδίζω να γίνει κάτι («ἕo δ αὐτοῡ πάντα κολούει», Ομ. Οδ.) 2. ταπεινώνω, μειώνω («φιλέει γὰρ ὁ θεός τά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”